Ώρα 07:30 στο νοσοκομείο. «Να συμπαρασταθείτε ψυχικά» μας τόνισε η γνωστή μας νοσοκόμα, που δεν είναι απλή νοσοκόμα αλλά η προϊσταμένη. Το …μέσον ενήργησε, το μονόκλινο βρέθηκε. Ο δικός μου άνθρωπος τακτοποιήθηκε. Προγραμματισμένη ώρα εγχείρησης 09:30. Αλλά... Παρεμβάλλεται ένα έκτακτο περιστατικό. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε παρά να περιμένω. Ζορίζομαι για την …έκτακτη καθυστέρηση. Δεν σκέφτομαι το έκτατο περιστατικό και τη σοβαρότητά του παρά το δικό μου πρόβλημα. Γιατί όπως είπαμε και χτες, αφού πρόκειται για το δικό μου άνθρωπο.
10:30 μας αναγγέλλουν για το χειρουργείο. Σφίγγεις τα χείλη, ψελλίζεις κάτι ασυνάρτητο, κάτι σαν … «καλή τύχη» ή κάτι τέτοιο -αφού δεν μπορείς να συγκρατηθείς- προσπαθείς να υπομειδιάσεις για να μη φανερώσεις το δάκρυ που κατεβαίνει σιγά σιγά και κλείνεις τα μάτια προσευχόμενος. Για το δικό σου άνθρωπο. Η πόρτα του χειρουργείου κλείνει, νοιώθεις ψύχρα -τόσα και τόσα έχεις ακούσει- και γυρνάς πίσω στον προθάλαμο. Κλείνεις τα μάτια. ίσως σιωπηλα να προσεύχεσαι. Δεν το καταλαβαίνεις. Τριγύρω σου οι άλλοι μιλάνε, γελάνε, χειρονομούν. Εσύ εκνευρίζεσαι. Φεύγεις για λίγο να πας για ένα καφέ. Προσπαθείς να μη σκέφτεσαι. Είναι αδύνατον. Αφού πρόκειται για το δικό σου άνθρωπο. Περνούν δυο ώρες, είσαι σίγουρος γι’ αυτό αφού τις μετράς λεπτό προς λεπτό. Η γνωστή σου προϊσταμένη σε ενημερώνει που και που και προσπαθεί να σε καθησυχάσει. Χαμογελάς ευχαριστώντας αλλά συνεχίζεις να αγωνιάς, για την τύχη του δικού σου ανθρώπου. «Μόλις με ειδοποίησαν πως είναι καλά. Η εγχείρηση πήγε καλά, την πάνε στην ανάνηψη» σου αναγγέλλει θριαμβευτικά. Δακρύζεις, αγκαλιάζεις αυτόν που είναι δίπλα σου και του εύχεσαι καλή τύχη. Δε διευκρινίζεις για ποιον είναι η ευχή, απλά εύχεσαι. Είσαι ευχαριστημένος γιατί ο δικός σου άνθρωπος είναι καλά.
Στην αίθουσα αναμονής περιμένεις καρτερικά. Αναμένεις. Παρακολουθείς γύρω σου. Η καθαριότητα βασιλεύει παντού. Τοίχοι, πατώματα, πόρτες ολοκάθαρα. Αλλά οι πόρτες είναι κλειστές. Κάθε τόσο ανοίγει μία. Μπαίνει ο θαλαμηπόλος. Κλείνει πάλι. Ανοίγει άλλη. Τα βλέμματα όλων στρέφονται εκεί. Τίποτα το συγκλονιστικό, μια νοσοκόμα κουβαλάει χαρτιά. Πάλι στις σκέψεις. Πώς να αισθάνεται άραγε εκεί, μόνος, ο δικός σου άνθρωπος; Που και που σηκώνεται κάποιος, βγαίνει για λίγο έξω και ξαναγυρίζει. Τον καταλαβαίνεις, πήγε για τσιγάρο. Έρχεται το φαγητό για τους ασθενείς. Ξέρεις ότι ο θάλαμος 38 δεν θα σερβιριστεί. Ο δικός σου άνθρωπος λείπει. Έτσι κι αλλιώς και να βρισκότανε εντός, δεν θα μπορούσε να φάει. Πίνεις νερό να ξεδιψάσεις. Δε θυμάσαι πόση ώρα πέρασε από τότε που σε ειδοποίησαν πως «όλα πήγαν καλά. Τώρα είναι στην ανάνηψη…». Βγαίνεις έξω και κοιτάς τις πόρτες των ανελκυστήρων και περιμένεις …ανταπόκριση από τον 2ο όροφο. Κάποια στιγμή κατεβαίνει. Ανοίγει αλλά… κενός ο θάλαμος. Και ξαναμπαίνεις μέσα και κάθεσαι στην καρέκλα. Άλλη μια γουλιά νερό. Τι να συμβαίνει και δεν έρχονται; Έγινε κάτι; Ώσπου ξαφνικά ανοίγει η διπλή πόρτα και μπαίνει το φορείο. Πετάγεσαι. Αντικρίζεις ένα παγωμένο χαμόγελο από ένα σπασμένο πρόσωπο. Το πρόσωπο του δικού σου ανθρώπου. Ανταποδίδεις. Κάνεις να ακολουθήσεις αλλά σε σταματούν. «Να την ντύσουν οι νοσοκόμες και μετά μπες μέσα. Για λίγο» συστήνει η προϊσταμένη. Τελειώνουν και μπαίνεις. Καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πήγε καλά. «Ήταν σαν να με έκοβαν ζωντανή, χωρίς νάρκωση» σου αποκρίνεται. Δεν συνειδητοποιείς τι λέει. Την ξαναρωτάς. «Δεν με έπιασε η νάρκωση» αποκρίνεται και πάλιν. Μα είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν να συμβεί αυτό στο δικό μου άνθρωπο; «Ο αναισθησιολόγος δεν με πίστευε όταν του το είπα». Είχες παραισθήσεις τις λέει. «Όχι γιατρέ, αφού άκουγα τι συζητούσατε μεταξύ σας» και περιγράφει τις συνομιλίες. Της ζητάει συγγνώμη γι αυτό και τις ορκίζεται πως είναι η δεύτερη φορά στις τόσες ναρκώσεις που έχει κάνει, που του συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Και τον ρωτάς πώς είναι δυνατόν να συνέβη αυτό, γιατί δεν έκανε κάτι να το αποτρέψει. «Τα μηχανήματα που παρακολουθούν την κατάσταση νάρκωσης τα χρησιμοποιούμε μόνο για σοβαρές επεμβάσεις. Αυτή ήταν μια επέμβαση ρουτίνας» σου λέει και φεύγει, ελαφρώς μουδιασμένος. Ο χειρούργος εξηγεί πώς μια ορμόνη απορρόφησε τη συγκεκριμένη ένεση κι έτσι ο οργανισμός ήταν σε νάρκωση, σε κατάσταση υπνηλίας αλλά όχι σε καταστολή του πόνου. Και ζητεί και πάλιν συγγνώμη για το ατυχές συμβάν. Κι εσύ τρελαίνεσαι και αναρωτιέσαι, γιατί αυτό έπρεπε να συμβεί στο δικό σου άνθρωπο;
Αυτοί φεύγουν κι εσύ μένεις μόνος παρέα με το δικό σου άνθρωπο. Προσπαθεί να σε κάνει να νοιώσεις ευχάριστα, να σου φύγει η αγανάκτηση, αλλά το βλέπεις, πονάει. Κάνεις ότι το ξεπερνάς και προσπαθείς να χαλαρώσεις. Για το καλό του δικού σου ανθρώπου. Της βρέχεις τη γλώσσα με λίγο νερό, προσπαθείς να κάνεις απόλυτη ησυχία για να κοιμηθεί, αλλά …η ώρα περνάει και το επισκεπτήριο αρχίζει. Ομιλίες, κινητικότητα στους διαδρόμους κι εσύ μακαρίζεις τη γνωστή σου προϊσταμένη που σου βρήκε μονόκλινο. Για το καλό του δικού σου ανθρώπου. Νοσοκόμες μπαίνουν, ελέγχουν και ξαναβγαίνουν. Καταλαβαίνεις πως είναι κι αυτές …μιλημένες. Παρηγορείσαι αφού πρόκειται για το καλό του δικού σου ανθρώπου. Η ώρα περνάει, «…το επισκεπτήριο έληξε, θα πρέπει να αποχωρήσετε» αναγγέλλει η νοσοκόμα και σου κλείνει συνωμοτικά το μάτι. «Μπορείτε να καθίσετε ακόμη λίγο αλλά μετά πρέπει να φύγετε οπωσδήποτε. Ο Διευθυντής της κλινικής είναι αυστηρός στο θέμα του ωραρίου» σου αναγγέλλει κι εσύ το κατανοείς. Αλλά σκέφτεσαι, πώς να φύγω αφού με χρειάζεται; Το λες στη νοσοκόμα κι αυτή σου εξηγεί πως θα τα αναλάβουν όλα αυτές, τους έδωσε σχετικές οδηγίες η προϊσταμένη. Ειδική μεταχείριση σκέφτεσαι λίγο ένοχα. Και τι μ’ αυτό; Αφού πρόκειται για το δικό μου άνθρωπο; «Μην ανησυχείς, θα είμαι καλά» προσπαθεί να σε καθησυχάσει ο ασθενής σου, που βρίσκεται στην ανάρρωση. Παίρνεις κουράγιο και βγαίνεις έξω, αφού αφήσεις το αποτύπωμα των χειλιών σου στο μέτωπο -δια το φόβο των μικροβίων. Δε σου πάει η καρδιά να εγκαταλείψεις. Κάθεσαι στον προθάλαμο. Και περιμένεις. Τι περιμένεις δε ξέρεις. Περνάει λίγο η ώρα, η κόπωση πλησιάζει, σηκώνεσαι από τη θέση σου «να πάω να ρίξω μια ματιά να δω τι κάνει;». Σου απαγορεύουν την είσοδο γιατί «…από στιγμή σε στιγμή περιμένουμε να ‘ρθουν οι γιατροί για επίσκεψη στους θαλάμους» σου λένε και ξαναγυρίζεις στη θέση σου. Δεν τολμάς να πάρεις το κινητό στο χέρι και να πληκτρολογήσεις τον αριθμό του δικού σου ανθρώπου. Γιατί σκέφτεσαι πως μπορεί να ξεκουράζεται ή να κοιμάται. Έτσι αποκαμωμένος αποφασίζεις να φύγεις. Έχεις ξεχάσει τον αναισθησιολόγο και το «ατυχές» περιστατικό που συνέβη στο δικό σου άνθρωπο. «Πρέπει να μας φέρετε τις ειδικές αντιθρομβωτικές κάλτσες» σου αναγγέλλει η νοσοκόμα και σε παρακινεί να φύγεις να προλάβεις τα ειδικά καταστήματα ανοικτά να τις αγοράσεις. Μα καλά, δεν έχουν τέτοιες κάλτσες κοτζάμ πανεπιστημιακό νοσοκομείο, αναρωτιέσαι; Κοιτάς το ρολόι και τρέχεις να προλάβεις. Ευτυχώς προλαβαίνεις. Γυρίζεις αμέσως πίσω, «τις έφερα, μπορώ τώρα για μια στιγμή να τη δω και να φύγω;» ρωτάς ικετευτικά; Συναντάς και πάλιν την αρνητική απάντηση της αδελφής νοσοκόμας. Θυμώνεις για λίγο, δεν έχεις τη ψυχραιμία να σκεφτείς ότι αυτό που σου απαγορεύουν είναι για το καλό των ασθενών, γιατί εσύ απλά σκέφτεσαι το δικό σου άνθρωπο. Κατεβάζεις το κεφάλι και φεύγεις. Στο δρόμο σκέφτεσαι και προσεύχεσαι για όλους. Λίγο ψυχραιμότερα, φέρνεις στο μυαλό τις άλλες τέσσερεις περιπτώσεις εγχειρήσεων -δύο πριν και δύο μετά- από τη δική σου περίπτωση όπου πήγαν όλες καλά και πάλιν αναρωτιέσαι. Μα καλά, έπρεπε σήμερα αυτό να συμβεί στο δικό μου άνθρωπο; Το κινητό κτυπάει. Μήνυμα "είμαι καλά, μην ανησυχείς, πήγαινε να ξεκουραστείς. Σε αγαπώ πολύ". Σταματάς στην άκρη του δρόμου και ρουφώντας τις μύτες. Ψελλίζεις κάτι σαν "...κι εγώ. Καληνύχτα". Ο δικός σου άνθρωπος βρίσκεται σε καλά χέρια!
10:30 μας αναγγέλλουν για το χειρουργείο. Σφίγγεις τα χείλη, ψελλίζεις κάτι ασυνάρτητο, κάτι σαν … «καλή τύχη» ή κάτι τέτοιο -αφού δεν μπορείς να συγκρατηθείς- προσπαθείς να υπομειδιάσεις για να μη φανερώσεις το δάκρυ που κατεβαίνει σιγά σιγά και κλείνεις τα μάτια προσευχόμενος. Για το δικό σου άνθρωπο. Η πόρτα του χειρουργείου κλείνει, νοιώθεις ψύχρα -τόσα και τόσα έχεις ακούσει- και γυρνάς πίσω στον προθάλαμο. Κλείνεις τα μάτια. ίσως σιωπηλα να προσεύχεσαι. Δεν το καταλαβαίνεις. Τριγύρω σου οι άλλοι μιλάνε, γελάνε, χειρονομούν. Εσύ εκνευρίζεσαι. Φεύγεις για λίγο να πας για ένα καφέ. Προσπαθείς να μη σκέφτεσαι. Είναι αδύνατον. Αφού πρόκειται για το δικό σου άνθρωπο. Περνούν δυο ώρες, είσαι σίγουρος γι’ αυτό αφού τις μετράς λεπτό προς λεπτό. Η γνωστή σου προϊσταμένη σε ενημερώνει που και που και προσπαθεί να σε καθησυχάσει. Χαμογελάς ευχαριστώντας αλλά συνεχίζεις να αγωνιάς, για την τύχη του δικού σου ανθρώπου. «Μόλις με ειδοποίησαν πως είναι καλά. Η εγχείρηση πήγε καλά, την πάνε στην ανάνηψη» σου αναγγέλλει θριαμβευτικά. Δακρύζεις, αγκαλιάζεις αυτόν που είναι δίπλα σου και του εύχεσαι καλή τύχη. Δε διευκρινίζεις για ποιον είναι η ευχή, απλά εύχεσαι. Είσαι ευχαριστημένος γιατί ο δικός σου άνθρωπος είναι καλά.
Στην αίθουσα αναμονής περιμένεις καρτερικά. Αναμένεις. Παρακολουθείς γύρω σου. Η καθαριότητα βασιλεύει παντού. Τοίχοι, πατώματα, πόρτες ολοκάθαρα. Αλλά οι πόρτες είναι κλειστές. Κάθε τόσο ανοίγει μία. Μπαίνει ο θαλαμηπόλος. Κλείνει πάλι. Ανοίγει άλλη. Τα βλέμματα όλων στρέφονται εκεί. Τίποτα το συγκλονιστικό, μια νοσοκόμα κουβαλάει χαρτιά. Πάλι στις σκέψεις. Πώς να αισθάνεται άραγε εκεί, μόνος, ο δικός σου άνθρωπος; Που και που σηκώνεται κάποιος, βγαίνει για λίγο έξω και ξαναγυρίζει. Τον καταλαβαίνεις, πήγε για τσιγάρο. Έρχεται το φαγητό για τους ασθενείς. Ξέρεις ότι ο θάλαμος 38 δεν θα σερβιριστεί. Ο δικός σου άνθρωπος λείπει. Έτσι κι αλλιώς και να βρισκότανε εντός, δεν θα μπορούσε να φάει. Πίνεις νερό να ξεδιψάσεις. Δε θυμάσαι πόση ώρα πέρασε από τότε που σε ειδοποίησαν πως «όλα πήγαν καλά. Τώρα είναι στην ανάνηψη…». Βγαίνεις έξω και κοιτάς τις πόρτες των ανελκυστήρων και περιμένεις …ανταπόκριση από τον 2ο όροφο. Κάποια στιγμή κατεβαίνει. Ανοίγει αλλά… κενός ο θάλαμος. Και ξαναμπαίνεις μέσα και κάθεσαι στην καρέκλα. Άλλη μια γουλιά νερό. Τι να συμβαίνει και δεν έρχονται; Έγινε κάτι; Ώσπου ξαφνικά ανοίγει η διπλή πόρτα και μπαίνει το φορείο. Πετάγεσαι. Αντικρίζεις ένα παγωμένο χαμόγελο από ένα σπασμένο πρόσωπο. Το πρόσωπο του δικού σου ανθρώπου. Ανταποδίδεις. Κάνεις να ακολουθήσεις αλλά σε σταματούν. «Να την ντύσουν οι νοσοκόμες και μετά μπες μέσα. Για λίγο» συστήνει η προϊσταμένη. Τελειώνουν και μπαίνεις. Καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πήγε καλά. «Ήταν σαν να με έκοβαν ζωντανή, χωρίς νάρκωση» σου αποκρίνεται. Δεν συνειδητοποιείς τι λέει. Την ξαναρωτάς. «Δεν με έπιασε η νάρκωση» αποκρίνεται και πάλιν. Μα είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν να συμβεί αυτό στο δικό μου άνθρωπο; «Ο αναισθησιολόγος δεν με πίστευε όταν του το είπα». Είχες παραισθήσεις τις λέει. «Όχι γιατρέ, αφού άκουγα τι συζητούσατε μεταξύ σας» και περιγράφει τις συνομιλίες. Της ζητάει συγγνώμη γι αυτό και τις ορκίζεται πως είναι η δεύτερη φορά στις τόσες ναρκώσεις που έχει κάνει, που του συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Και τον ρωτάς πώς είναι δυνατόν να συνέβη αυτό, γιατί δεν έκανε κάτι να το αποτρέψει. «Τα μηχανήματα που παρακολουθούν την κατάσταση νάρκωσης τα χρησιμοποιούμε μόνο για σοβαρές επεμβάσεις. Αυτή ήταν μια επέμβαση ρουτίνας» σου λέει και φεύγει, ελαφρώς μουδιασμένος. Ο χειρούργος εξηγεί πώς μια ορμόνη απορρόφησε τη συγκεκριμένη ένεση κι έτσι ο οργανισμός ήταν σε νάρκωση, σε κατάσταση υπνηλίας αλλά όχι σε καταστολή του πόνου. Και ζητεί και πάλιν συγγνώμη για το ατυχές συμβάν. Κι εσύ τρελαίνεσαι και αναρωτιέσαι, γιατί αυτό έπρεπε να συμβεί στο δικό σου άνθρωπο;
Αυτοί φεύγουν κι εσύ μένεις μόνος παρέα με το δικό σου άνθρωπο. Προσπαθεί να σε κάνει να νοιώσεις ευχάριστα, να σου φύγει η αγανάκτηση, αλλά το βλέπεις, πονάει. Κάνεις ότι το ξεπερνάς και προσπαθείς να χαλαρώσεις. Για το καλό του δικού σου ανθρώπου. Της βρέχεις τη γλώσσα με λίγο νερό, προσπαθείς να κάνεις απόλυτη ησυχία για να κοιμηθεί, αλλά …η ώρα περνάει και το επισκεπτήριο αρχίζει. Ομιλίες, κινητικότητα στους διαδρόμους κι εσύ μακαρίζεις τη γνωστή σου προϊσταμένη που σου βρήκε μονόκλινο. Για το καλό του δικού σου ανθρώπου. Νοσοκόμες μπαίνουν, ελέγχουν και ξαναβγαίνουν. Καταλαβαίνεις πως είναι κι αυτές …μιλημένες. Παρηγορείσαι αφού πρόκειται για το καλό του δικού σου ανθρώπου. Η ώρα περνάει, «…το επισκεπτήριο έληξε, θα πρέπει να αποχωρήσετε» αναγγέλλει η νοσοκόμα και σου κλείνει συνωμοτικά το μάτι. «Μπορείτε να καθίσετε ακόμη λίγο αλλά μετά πρέπει να φύγετε οπωσδήποτε. Ο Διευθυντής της κλινικής είναι αυστηρός στο θέμα του ωραρίου» σου αναγγέλλει κι εσύ το κατανοείς. Αλλά σκέφτεσαι, πώς να φύγω αφού με χρειάζεται; Το λες στη νοσοκόμα κι αυτή σου εξηγεί πως θα τα αναλάβουν όλα αυτές, τους έδωσε σχετικές οδηγίες η προϊσταμένη. Ειδική μεταχείριση σκέφτεσαι λίγο ένοχα. Και τι μ’ αυτό; Αφού πρόκειται για το δικό μου άνθρωπο; «Μην ανησυχείς, θα είμαι καλά» προσπαθεί να σε καθησυχάσει ο ασθενής σου, που βρίσκεται στην ανάρρωση. Παίρνεις κουράγιο και βγαίνεις έξω, αφού αφήσεις το αποτύπωμα των χειλιών σου στο μέτωπο -δια το φόβο των μικροβίων. Δε σου πάει η καρδιά να εγκαταλείψεις. Κάθεσαι στον προθάλαμο. Και περιμένεις. Τι περιμένεις δε ξέρεις. Περνάει λίγο η ώρα, η κόπωση πλησιάζει, σηκώνεσαι από τη θέση σου «να πάω να ρίξω μια ματιά να δω τι κάνει;». Σου απαγορεύουν την είσοδο γιατί «…από στιγμή σε στιγμή περιμένουμε να ‘ρθουν οι γιατροί για επίσκεψη στους θαλάμους» σου λένε και ξαναγυρίζεις στη θέση σου. Δεν τολμάς να πάρεις το κινητό στο χέρι και να πληκτρολογήσεις τον αριθμό του δικού σου ανθρώπου. Γιατί σκέφτεσαι πως μπορεί να ξεκουράζεται ή να κοιμάται. Έτσι αποκαμωμένος αποφασίζεις να φύγεις. Έχεις ξεχάσει τον αναισθησιολόγο και το «ατυχές» περιστατικό που συνέβη στο δικό σου άνθρωπο. «Πρέπει να μας φέρετε τις ειδικές αντιθρομβωτικές κάλτσες» σου αναγγέλλει η νοσοκόμα και σε παρακινεί να φύγεις να προλάβεις τα ειδικά καταστήματα ανοικτά να τις αγοράσεις. Μα καλά, δεν έχουν τέτοιες κάλτσες κοτζάμ πανεπιστημιακό νοσοκομείο, αναρωτιέσαι; Κοιτάς το ρολόι και τρέχεις να προλάβεις. Ευτυχώς προλαβαίνεις. Γυρίζεις αμέσως πίσω, «τις έφερα, μπορώ τώρα για μια στιγμή να τη δω και να φύγω;» ρωτάς ικετευτικά; Συναντάς και πάλιν την αρνητική απάντηση της αδελφής νοσοκόμας. Θυμώνεις για λίγο, δεν έχεις τη ψυχραιμία να σκεφτείς ότι αυτό που σου απαγορεύουν είναι για το καλό των ασθενών, γιατί εσύ απλά σκέφτεσαι το δικό σου άνθρωπο. Κατεβάζεις το κεφάλι και φεύγεις. Στο δρόμο σκέφτεσαι και προσεύχεσαι για όλους. Λίγο ψυχραιμότερα, φέρνεις στο μυαλό τις άλλες τέσσερεις περιπτώσεις εγχειρήσεων -δύο πριν και δύο μετά- από τη δική σου περίπτωση όπου πήγαν όλες καλά και πάλιν αναρωτιέσαι. Μα καλά, έπρεπε σήμερα αυτό να συμβεί στο δικό μου άνθρωπο; Το κινητό κτυπάει. Μήνυμα "είμαι καλά, μην ανησυχείς, πήγαινε να ξεκουραστείς. Σε αγαπώ πολύ". Σταματάς στην άκρη του δρόμου και ρουφώντας τις μύτες. Ψελλίζεις κάτι σαν "...κι εγώ. Καληνύχτα". Ο δικός σου άνθρωπος βρίσκεται σε καλά χέρια!
2 σχόλια:
Φοβερή εμπειρία.
Η δοκιμασία παρήλθεν.
Τις ευχές ολονών μας για ταχείαν ανάρρωσιν.
Η αγάπη σας πάνω απ'όλα. Και η υγεία, ασφαλώς.
Δημοσίευση σχολίου