16 έγραφε ο Κελσίος –υψηλή θ/σία για την εποχή, την αισθάνεσαι-, κάποια περιττά κιλά στην κοιλιακή χώρα –άκρως επικίνδυνα και ύποπτα για καρδιαγγειακές παθήσεις στους άνδρες, λένε οι γιατροί- και να η ευκαιρία για άσκηση, λαμπρός ο ήλιος και προς τη δύση του -ιδανικές η ώρες για φωτογραφίες , λένε οι ειδικοί του …φακού-, πράσινη η γη και πολύχρωμο το τοπίο -που θάλεγε κι ο καλλιτέχνης-, φοράμε τ’ αθλητικά –«πού τάχεις βάλει βρε γυναίκα και δεν τα βρίσκω»;- και τσουπ, βόλτα στο ποτάμι. Πηνειό το λένε, αργυροδίνη ή δινήη κατά τον Όμηρο. Της Θεσσαλίας, συμπληρώνω, γιατί υπάρχει και ο αντίστοιχος της Ηλείας. Όχι, δεν πήγα …στης Λαρίσης το ποτάμι για να πνιγώ. Για βόλτα πήγα, παρέα με τη φλούφλαινα. Και φυσικά με τη φωτο…μηχανή μου. Ευκαιρίας δοθείσης...
Όπως ίσως δε γνωρίζετε, μέσα στο ιστό της πόλης (λέμε τώρα) βρίσκεται η παλαιά κοίτη του Πηνειού. Επειδή, τα αλλοτινά τα χρόνια πλημμύριζε και μαζί πλημμύριζαν και οι παραποτάμιες συνοικίες, δημιουργήθηκε εκτροπή και νέα κοίτη, βορειότερα. Τα τελευταία χρόνια οι τοπικοί άρχοντες (λέμε τώρα) προσπαθούν να εντάξουν το ποτάμι στην πόλη. Και ο καθένας κάνει –ως είθισται- του κεφαλιού του. Ο τελευταίος μάλιστα κατασκεύασε και λιμανάκι. Αμέ, και το νερό πράσινο, καταπράσινο (όχι, δεν το έβαψε, εξάλλου ο δήμαρχος είναι …blue). Και τα νερά στην παλιά κοίτη στέκουν ακίνητα, μαρμαρωμένα, στοιχειωμένα. Μόνο τα μπακακάκια (έτσι λεν εδώ τα βατράχια, νομίζω;) …διαταράσσουν τα νερά και κοάζουν ασύστολα (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί λέμε πως ο βάτραχος λέει κοάξ κοάξ. Όσες φορές περνάω και τ’ ακούω ποτέ δεν άκουσα να με …φωνάζουν κοάξ. Ούτε μπορώ να περιγράψω τις κραυγές τους, τα κοάσματά τους). Είναι που λέτε τα νερά στάσιμα, γιατί παρακάτου, γίνεται ένα μεγάλο οδικό έργο παράκαμψης της Λάρισας, με αποτέλεσμα, η τεχνική εταιρία να έχει φράξει το ποτάμι προσωρινά, για τις ανάγκες του έργου. Φαντάζομαι πως ο ...συντάξας την τεχνική μελέτη του, προς δημοπρασίας έργου, δεν προέβλεψε τη στασιμότητα των νερών και …χαζιά είναι η τεχνική εταιρεία που το ανέλαβε να αναλάβει κι άλλο ένα κόστος. Τέλος πάντων, για αρκετό καιρό περηφανευόμασταν (λέμε τώρα) πως είχαμε ένα πράσινο ποτάμι στην πόλη.
Αρχίσαμε τη βόλτα –ομολογώ πως ένα κομμάτι πλάι στην παλαιά κοίτη είναι πολύ ωραία διαμορφωμένο γα περίπατο, με ευρωπαϊκές προδιαγραφές και τριτοκοσμικές παρεμβάσεις (κοπή δένδρων, καταστροφή παγκακίων, σκουπίδια κλπ). Μαζί με μας, άλλοι 1.000 (λέμε τώρα) λαρισαίοι ποδαράτοι, ποδηλατούντες, με τα παιδάκια τους ή τα σκυλάκια τους, κάνουν την ίδια βόλτα με μας. Δε βαριέσαι, μαζί μ' αυτούς κι εμείς. Σε κάποια σημεία, χάνεται κι η βουή της πόλης, αισθάνεσαι απομονωμένος στη φύση σε …ημιάγριο περιβάλλον. Στη διαδρομή, ένα ωραίο και ά-λογο συναπάντημα. Άλογα να βόσκουν αμέριμνα. Κάπου εκεί σ’ ένα χώρο εκτρέφονται, χωρίς να γνωρίζω τους λόγους ύπαρξής τους. Και όπως είναι φυσικό, τα …σημάδια τους υπάρχουν παντού. Κάτι σαν άγρια δύση (λέμε τώρα). Φυσικά η φωτο…μηχανή μου (γιατί να μην την αποκαλούμε και μηχανή του χρόνου, αφού μέσω αυτής κατορθώνουμε να …παγώσουμε το χρόνο και να τον αποθηκεύσουμε στο memory stick) κάνει 7-8 συνεχόμενα κλικ, ώσπου νοιώθω προδομένος και άδειος, από …ενέργεια. Με ειδοποιεί πως σύντομα θα εκφορτιστεί. Χωρίς αιδώ. Και το λέει και το κάνει. Οπότε θα περιοριστώ στα λόγια. Και κυριολεκτώ, θα περιοριστώ. Υπόσχομαι πως θα τη φορτίσω, θα ξαναπάω –έτσι κι αλλιώς από δω και πέρα θα πηγαίνω καθημερινώς, τα παχάκια που λέγαμε;- και σας απειλώ ότι θα φωτογραφήσω και θα τις αναρτήσω!
Πάνω που τελείωσε η βόλτα-περίπατος-άσκηση, η φλούφλαινά μου κουράστηκε –πρόσφατα εγχειρήθηκε, γαρ- και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Κι εκεί ακριβώς, περπατώντας δίπλα στο …πράσινο ποτάμι , μου ξεφουρνίζει … «ξέρεις βρε αχαΐρευτε», πάντα έτσι γλυκά μου μιλάει, «τι μέρα είναι σήμερα;». Αμέσως μου ‘ρθε στο μυαλό ο φουκαράς ο Ζαχαρίας –της διαφήμισης ντε- και της απαντώ κι εγώ φοβισμένα και χαμηλόφωνα «Δευτέρα» -ενώ ο Ζαχαρίας λέει Τετάρτη. «Και πόσες έχουμε σήμερα;» ξαναουρλιάζει στ’ αφτιά μου (και να σκεφτείτε πως περπατάμε σε απόσταση 20 εκατοστών δίπλα δίπλα). «Εφτά Απριλίου, αγάπη μου» τις λέω. «Και τι έγινε στις 7 Απριλίου του 1980» μου ξαναουρλιάζει, ανεβάζοντας ένα κλικ τη φωνή της –όχι, η χροιά παρέμεινε το ίδιο …γλυκιά. «Όταν πάμε σπίτι, θα κοιτάξω στο διαδίκτυο στο ‘Σαν Σήμερα’ και θα σου πω, λατρεία μου» ψιθυρίζω, καταντροπιασμένος που, αφενός μεν δεν ήξερα και αφετέρου δε σκέφτηκα να πάρω μαζί μου το laptop μου, για μια ώρα ανάγκης σαν κι αυτή βρε αδελφέ το αγοράσαμε (λέμε τώρα). «Σαν σήμερα, βρε αχαΐρευτε» μου φωνάζει, μ’ ένα κλικ πιο χαμηλόφωνα, «αρραβωνιαστήκαμε βρε. Σε πήρα και δες πως με κατάντησες, αχαΐρευτε, ε αχαΐρευτε» (Ψέματα σας λέει, κάνω τα πάντα γι αυτήν και …στέκεται μια χαρά). Ε, τι ήταν να μου το θυμίσει αυτό; Κόντεψα να πέσω μέσα στο βρώμικο αλλά καταπράσινο ποτάμι, αλλ’ ευτυχώς την τελευταία στιγμή ένοιωσα τη …χερούκλα της να με αρπάζει από το χέρι –εξάρθρωση ωμοπλάτης διέγνωσε αργότερα ο γιατρός- και να με σώζει από βέβαιο πνιγμό (ή μήπως να με σπρώξει ήθελε; Αυτό δεν μπόρεσα να το διευκρινίσω ακόμα, ούτε φυσικά περνάει από το μυαλό μου να τη ρωτήσω).Καλά, που να τολμήσω να της δώσω ένα φιλί, φιλάκι έστω. Κι έτσι θα μείνω με την ανάμνηση πως στης Λαρίσης το ποτάμι, ποτέ δε θα πέσω να πνιγώ. Αλλά την επόμενη φορά που θα πάω μαζί της θα τη βάλω να περπατάει δίπλα μου πάλι, αλλά από τη μεριά του ποταμού!
Θυμήθηκα πως στη βέρα που φοράω, γράφει μια ημερομηνία, 7/4/1980. Προσπάθησα να τη βγάλω, αλλά πουουουουου... Έχει γίνει ένα με το δάκτυλό μου. Χαλκάς σκέτος.
Όπως ίσως δε γνωρίζετε, μέσα στο ιστό της πόλης (λέμε τώρα) βρίσκεται η παλαιά κοίτη του Πηνειού. Επειδή, τα αλλοτινά τα χρόνια πλημμύριζε και μαζί πλημμύριζαν και οι παραποτάμιες συνοικίες, δημιουργήθηκε εκτροπή και νέα κοίτη, βορειότερα. Τα τελευταία χρόνια οι τοπικοί άρχοντες (λέμε τώρα) προσπαθούν να εντάξουν το ποτάμι στην πόλη. Και ο καθένας κάνει –ως είθισται- του κεφαλιού του. Ο τελευταίος μάλιστα κατασκεύασε και λιμανάκι. Αμέ, και το νερό πράσινο, καταπράσινο (όχι, δεν το έβαψε, εξάλλου ο δήμαρχος είναι …blue). Και τα νερά στην παλιά κοίτη στέκουν ακίνητα, μαρμαρωμένα, στοιχειωμένα. Μόνο τα μπακακάκια (έτσι λεν εδώ τα βατράχια, νομίζω;) …διαταράσσουν τα νερά και κοάζουν ασύστολα (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί λέμε πως ο βάτραχος λέει κοάξ κοάξ. Όσες φορές περνάω και τ’ ακούω ποτέ δεν άκουσα να με …φωνάζουν κοάξ. Ούτε μπορώ να περιγράψω τις κραυγές τους, τα κοάσματά τους). Είναι που λέτε τα νερά στάσιμα, γιατί παρακάτου, γίνεται ένα μεγάλο οδικό έργο παράκαμψης της Λάρισας, με αποτέλεσμα, η τεχνική εταιρία να έχει φράξει το ποτάμι προσωρινά, για τις ανάγκες του έργου. Φαντάζομαι πως ο ...συντάξας την τεχνική μελέτη του, προς δημοπρασίας έργου, δεν προέβλεψε τη στασιμότητα των νερών και …χαζιά είναι η τεχνική εταιρεία που το ανέλαβε να αναλάβει κι άλλο ένα κόστος. Τέλος πάντων, για αρκετό καιρό περηφανευόμασταν (λέμε τώρα) πως είχαμε ένα πράσινο ποτάμι στην πόλη.
Αρχίσαμε τη βόλτα –ομολογώ πως ένα κομμάτι πλάι στην παλαιά κοίτη είναι πολύ ωραία διαμορφωμένο γα περίπατο, με ευρωπαϊκές προδιαγραφές και τριτοκοσμικές παρεμβάσεις (κοπή δένδρων, καταστροφή παγκακίων, σκουπίδια κλπ). Μαζί με μας, άλλοι 1.000 (λέμε τώρα) λαρισαίοι ποδαράτοι, ποδηλατούντες, με τα παιδάκια τους ή τα σκυλάκια τους, κάνουν την ίδια βόλτα με μας. Δε βαριέσαι, μαζί μ' αυτούς κι εμείς. Σε κάποια σημεία, χάνεται κι η βουή της πόλης, αισθάνεσαι απομονωμένος στη φύση σε …ημιάγριο περιβάλλον. Στη διαδρομή, ένα ωραίο και ά-λογο συναπάντημα. Άλογα να βόσκουν αμέριμνα. Κάπου εκεί σ’ ένα χώρο εκτρέφονται, χωρίς να γνωρίζω τους λόγους ύπαρξής τους. Και όπως είναι φυσικό, τα …σημάδια τους υπάρχουν παντού. Κάτι σαν άγρια δύση (λέμε τώρα). Φυσικά η φωτο…μηχανή μου (γιατί να μην την αποκαλούμε και μηχανή του χρόνου, αφού μέσω αυτής κατορθώνουμε να …παγώσουμε το χρόνο και να τον αποθηκεύσουμε στο memory stick) κάνει 7-8 συνεχόμενα κλικ, ώσπου νοιώθω προδομένος και άδειος, από …ενέργεια. Με ειδοποιεί πως σύντομα θα εκφορτιστεί. Χωρίς αιδώ. Και το λέει και το κάνει. Οπότε θα περιοριστώ στα λόγια. Και κυριολεκτώ, θα περιοριστώ. Υπόσχομαι πως θα τη φορτίσω, θα ξαναπάω –έτσι κι αλλιώς από δω και πέρα θα πηγαίνω καθημερινώς, τα παχάκια που λέγαμε;- και σας απειλώ ότι θα φωτογραφήσω και θα τις αναρτήσω!
Πάνω που τελείωσε η βόλτα-περίπατος-άσκηση, η φλούφλαινά μου κουράστηκε –πρόσφατα εγχειρήθηκε, γαρ- και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Κι εκεί ακριβώς, περπατώντας δίπλα στο …πράσινο ποτάμι , μου ξεφουρνίζει … «ξέρεις βρε αχαΐρευτε», πάντα έτσι γλυκά μου μιλάει, «τι μέρα είναι σήμερα;». Αμέσως μου ‘ρθε στο μυαλό ο φουκαράς ο Ζαχαρίας –της διαφήμισης ντε- και της απαντώ κι εγώ φοβισμένα και χαμηλόφωνα «Δευτέρα» -ενώ ο Ζαχαρίας λέει Τετάρτη. «Και πόσες έχουμε σήμερα;» ξαναουρλιάζει στ’ αφτιά μου (και να σκεφτείτε πως περπατάμε σε απόσταση 20 εκατοστών δίπλα δίπλα). «Εφτά Απριλίου, αγάπη μου» τις λέω. «Και τι έγινε στις 7 Απριλίου του 1980» μου ξαναουρλιάζει, ανεβάζοντας ένα κλικ τη φωνή της –όχι, η χροιά παρέμεινε το ίδιο …γλυκιά. «Όταν πάμε σπίτι, θα κοιτάξω στο διαδίκτυο στο ‘Σαν Σήμερα’ και θα σου πω, λατρεία μου» ψιθυρίζω, καταντροπιασμένος που, αφενός μεν δεν ήξερα και αφετέρου δε σκέφτηκα να πάρω μαζί μου το laptop μου, για μια ώρα ανάγκης σαν κι αυτή βρε αδελφέ το αγοράσαμε (λέμε τώρα). «Σαν σήμερα, βρε αχαΐρευτε» μου φωνάζει, μ’ ένα κλικ πιο χαμηλόφωνα, «αρραβωνιαστήκαμε βρε. Σε πήρα και δες πως με κατάντησες, αχαΐρευτε, ε αχαΐρευτε» (Ψέματα σας λέει, κάνω τα πάντα γι αυτήν και …στέκεται μια χαρά). Ε, τι ήταν να μου το θυμίσει αυτό; Κόντεψα να πέσω μέσα στο βρώμικο αλλά καταπράσινο ποτάμι, αλλ’ ευτυχώς την τελευταία στιγμή ένοιωσα τη …χερούκλα της να με αρπάζει από το χέρι –εξάρθρωση ωμοπλάτης διέγνωσε αργότερα ο γιατρός- και να με σώζει από βέβαιο πνιγμό (ή μήπως να με σπρώξει ήθελε; Αυτό δεν μπόρεσα να το διευκρινίσω ακόμα, ούτε φυσικά περνάει από το μυαλό μου να τη ρωτήσω).Καλά, που να τολμήσω να της δώσω ένα φιλί, φιλάκι έστω. Κι έτσι θα μείνω με την ανάμνηση πως στης Λαρίσης το ποτάμι, ποτέ δε θα πέσω να πνιγώ. Αλλά την επόμενη φορά που θα πάω μαζί της θα τη βάλω να περπατάει δίπλα μου πάλι, αλλά από τη μεριά του ποταμού!
Θυμήθηκα πως στη βέρα που φοράω, γράφει μια ημερομηνία, 7/4/1980. Προσπάθησα να τη βγάλω, αλλά πουουουουου... Έχει γίνει ένα με το δάκτυλό μου. Χαλκάς σκέτος.
Άντε και στα …δικά σας.
Η νέα κοίτη
η παλαιά κοίτη
το πάρκο παρά τω Πηνειώ όπου ο λαός περιπατεί
η ...άγρια φύση
...και η (άγρια) φλούφλαινα
τ' αλόγατα
η αποβάθρα του πράσινου λιμανιού (δανεισμένη από έναν άλλο blogger του οποίου έχω χάσει τα ίχνη)(*)
τα κομμένα δέντρα
(*) Τον βρήκα, εδώ
6 σχόλια:
Να τα εκατοστήσετε!!
Και μη ξεχάσεις την υπενθύμιση στο κινητό, για του χρόνου! Δε ξέρεις, ο Πηνειός μπορεί να ξεχειλήσει...
@jf: χρήσιμη η συμβουλή σου. Την υλοποιώ ΑΜΕΣΑ
Ποτέ δεν κάνουμε τέτοια λάθη, αδερφέ. Σαν μικρότερος το ξέρω καλά. Επίσης, ΄στην επόμενη βόλτα σας, απέφυγε επιμελώς γέφυρες, τούνελ τρένων, αυτοκινητόδρομους καθώς και παιδικές χαρές (οι τελευταίες είναι τα πιο επικίνδυνα σημεία για παιδιά και όχι μόνο...)
@nickpet: και οι δικές σου συμβουλές, ως νεότερος, θα εφαρμοστούν εν ευθέτω χρόνω!
Αχ βρε Φώτο τί τραβάμε εμείς οι άντρες... Αλλά κι εγώ που θυμάμαι όλες τις επετείους... φέρνω ανθοδέσμες ή κάποιο δώρο κλπ.. τί κερδίζω? μπορεί να τ ' ακούσω κιόλας! Κοίτα.. τις γυναίκες δεν τις πιάνομε πουθενά! Κάτι θα βρουν για να μας γεμίζουν ενοχές!
@mike και λοιποι: και να σκεφτείτε ότι η ανάρτηση αφορούσε στη βόλτα στον Πηνειό
Δημοσίευση σχολίου