Με
ρωτούν φίλοι και γνωστοί «πώς περνάς τη μέρα σου τώρα που είσαι συνταξιούχος, τι
κάνεις καθημερινά, πώς διαθέτεις το χρόνο σου;». Τους απαντώ κι εγώ «κάνω ότι
κάνει και η γειτόνισσα από το απέναντι μπαλκόνι».
Κάθε
πρωί ξυπνώ γύρω στις 7.15 (ας όψεται η καμπάνα της διπλανής εκκλησίας γι αυτό,
η οποία μπορεί να βαρά και 40 φορές το ρυθμό, πράγμα που δεν έχω καταλάβει
γιατί; Υποτίθεται πως το κτύπημα της καμπάνας είναι για να ειδοποιήσει τους πιστούς
και όχι να τους εκνευρίσει –αναφέρομαι στο παρατεταμένο χτύπημα που είναι και
ηλεκτρονικό. Αλλά Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου). Πλένομαι,
ντύνομαι και ετοιμάζω τον καφέ στο μπακιρένιο μπρίκι. Φυσικά δε κάνω αυτό που
έκαναν οι γυναίκες οι παλιές που ρουφούσαν από τις πίκρες, για να βγαίνουν μέσα
απ’ τις χαρές. Ούτε μου παίρνει τρεις ημέρες και τρεις νύχτες να ετοιμάσω τη
φωτιά για να δω μέσ’ στο φλιτζάνι… Μόλις λοιπόν φουσκώσει και δημιουργείται το
καϊμάκι (δε σας λέω τι καφέ πίνω που καν σκάσετε…) το αδειάζω στην κούπα (κουπάτο Λουμίδη
προτιμώ) και ανάβω το τσιγαράκι. Μα τι λέω, αφού δεν καπνίζω, δεν κάπνισα ποτέ…
Γουλιά γουλιά τον πίνω, μα της καρδιάς μου τις φωτιές με τίποτα δεν σβήνω (όπως τραγουδούσε κι ο Σώτος) και ταυτόχρονα ρίχνω κλεφτές ματιές στο μπαλκόνι της απέναντι να δω τι κάνει. Τελειώνω τον καφέ και βγαίνω στη βεράντα να πάρω σβάρνα να καθαρίσω τα κάγκελα (αφού το κάνει κι η γειτόνισσα στο απέναντι μπαλκόνι). Καθημερινή δουλειά με κρύο ή με καύσωνα. Βγάζω τα μαξιλάρια, σεντόνια, κουβέρτες και τα τινάζω (αφού το ίδιο κάνει και η γειτόνισσα στο απέναντι μπαλκόνι∙φυσικά με τρόπο συντονίζομαι να μη τινάξω και να -λέμε τώρα- λερώσω τη δική της βεράντα). Τελειώνω και με το τίναγμα και με τη σκούπα καθαρίζω και μετά σφουγγαρίζω τη βεράντα (αφού το ίδιο κάνει και η γειτόνισσα στο απέναντι μπαλκόνι). Έτσι ολοκληρώνω τις …εξωτερικές δουλειές (για τις εσωτερικές δουλειές δε σας λέω …αφού δε βλέπω και δε με βλέπει η γειτόνισσα από το απέναντι μπαλκόνι).
Κοιτάζω το μενού (ναι, έδωσα εντολή στην οικογένεια να μου έχει έτοιμο το μενού της εβδομάδας∙εμ τι, πάιζουμε;). Αν χρειαστεί, βγαίνω έξω για ψώνια (όχι δεν ντύνομαι με τα καλά μου γιατί στα ψώνια δε συναντώ τη γειτόνισσα από το απέναντι μπαλκόνι∙ίσως στέλνει τον άντρα της για τα ψώνια. Για να είμαι ειλικρινής, δε ξέρω αν έχει άντρα…).
Γυρίζω σπίτι και ανοίγω το λαπ τοπ για να βρω συνταγή (τον Πετρετζίκη δεν τον έχω και σε πολύ εκτίμηση γιατί προτείνει συνταγές-αχταρμάδες, χαρμάνι σε λέω, ενώ εμένα μ’ αρέσουν τα παλιά παραδοσιακά φαγητά, αμόν τη γιάγια, που λεν κι οι Πόντιοι). Φυσικά δε ξέρω τι προτιμά και πώς μαγειρεύει η γειτόνισσα από το απέναντι μπαλκόνι. Νοου πρόπλεμ, καθώς Περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα (ή κυπριαστί, κολοκοτή). Ένα είμαι σίγουρος, πως μαγειρεύομαι πάνω κάτω τη ίδια ώρα (αφού ακούω να λειτούργει και ο απορροφητήρας της γειτόνισσας από το απέναντι μπαλκόνι).Την τηλεόραση δεν την ανοίγω για τα πρωινάδικα (όπως κάνει η γειτόνισσα από το απέναντι μπαλκόνι, αφού την ακούει πόσο δυνατά την ανοίγει). Προτιμώ το ραδιόφωνο και δη το Δεύτερο…με τα τραγούδια της παρέας…, όπως με παροτρύνει κι η Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Γουλιά γουλιά τον πίνω, μα της καρδιάς μου τις φωτιές με τίποτα δεν σβήνω (όπως τραγουδούσε κι ο Σώτος) και ταυτόχρονα ρίχνω κλεφτές ματιές στο μπαλκόνι της απέναντι να δω τι κάνει. Τελειώνω τον καφέ και βγαίνω στη βεράντα να πάρω σβάρνα να καθαρίσω τα κάγκελα (αφού το κάνει κι η γειτόνισσα στο απέναντι μπαλκόνι). Καθημερινή δουλειά με κρύο ή με καύσωνα. Βγάζω τα μαξιλάρια, σεντόνια, κουβέρτες και τα τινάζω (αφού το ίδιο κάνει και η γειτόνισσα στο απέναντι μπαλκόνι∙φυσικά με τρόπο συντονίζομαι να μη τινάξω και να -λέμε τώρα- λερώσω τη δική της βεράντα). Τελειώνω και με το τίναγμα και με τη σκούπα καθαρίζω και μετά σφουγγαρίζω τη βεράντα (αφού το ίδιο κάνει και η γειτόνισσα στο απέναντι μπαλκόνι). Έτσι ολοκληρώνω τις …εξωτερικές δουλειές (για τις εσωτερικές δουλειές δε σας λέω …αφού δε βλέπω και δε με βλέπει η γειτόνισσα από το απέναντι μπαλκόνι).
Κοιτάζω το μενού (ναι, έδωσα εντολή στην οικογένεια να μου έχει έτοιμο το μενού της εβδομάδας∙εμ τι, πάιζουμε;). Αν χρειαστεί, βγαίνω έξω για ψώνια (όχι δεν ντύνομαι με τα καλά μου γιατί στα ψώνια δε συναντώ τη γειτόνισσα από το απέναντι μπαλκόνι∙ίσως στέλνει τον άντρα της για τα ψώνια. Για να είμαι ειλικρινής, δε ξέρω αν έχει άντρα…).
Γυρίζω σπίτι και ανοίγω το λαπ τοπ για να βρω συνταγή (τον Πετρετζίκη δεν τον έχω και σε πολύ εκτίμηση γιατί προτείνει συνταγές-αχταρμάδες, χαρμάνι σε λέω, ενώ εμένα μ’ αρέσουν τα παλιά παραδοσιακά φαγητά, αμόν τη γιάγια, που λεν κι οι Πόντιοι). Φυσικά δε ξέρω τι προτιμά και πώς μαγειρεύει η γειτόνισσα από το απέναντι μπαλκόνι. Νοου πρόπλεμ, καθώς Περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα (ή κυπριαστί, κολοκοτή). Ένα είμαι σίγουρος, πως μαγειρεύομαι πάνω κάτω τη ίδια ώρα (αφού ακούω να λειτούργει και ο απορροφητήρας της γειτόνισσας από το απέναντι μπαλκόνι).Την τηλεόραση δεν την ανοίγω για τα πρωινάδικα (όπως κάνει η γειτόνισσα από το απέναντι μπαλκόνι, αφού την ακούει πόσο δυνατά την ανοίγει). Προτιμώ το ραδιόφωνο και δη το Δεύτερο…με τα τραγούδια της παρέας…, όπως με παροτρύνει κι η Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Μ’ αυτά και με τούτα, πάει το πρωινό, έρχεται το μεσημέρι και μαζεύεται η
οικογένεια. Από δω και πέρα, ίσα με το βράδυ, κάνουμε διαφορετικά με τη γειτόνισσα
από το απέναντι μπαλκόνι.
Ρε σεις, τελικά μήπως τελικά, η γειτόνισσα από το απέναντι μπαλκόνι, καθημερινά κάνει ότι κάνω εγώ;
Ρε σεις, τελικά μήπως τελικά, η γειτόνισσα από το απέναντι μπαλκόνι, καθημερινά κάνει ότι κάνω εγώ;