2.5 € το κιλό το μαρουλάκι το κατσαρό, σήμερα στη λαϊκή. Το είδα κι έφριξα, για την ακρίβεια αγανάκτησα. Του είπα, μου είπε και τελικά …«τόσα το δίναμε το πρωί, τώρα θα τ’ αφήνουμε 1,5 €» μου είπε ο λαϊκατζής. «Έτσι μου ‘ρχεται να πάρω το αυτοκίνητο και να μπουκάρω μέσα και να σας διαλύσω τους πάγκους» του πέταξα στο τέλος με αγανάκτηση κι αυτός απλά χαμογέλασε. Παρακάτω είδα κι άλλες τρελές τιμές, να σου φεύγει το καφάσι. «Ε είναι η παγωνιά, ξέρεις» διατείνονταν ο έτερος. Αφήνω που ο μαϊντανός είναι σε μέγεθος σέλινου και το όποιο σέλινο κυκλοφορούσε ήταν σε μέγεθος …φακής. Κι από τιμή, 1 € το δεματάκι. Φέρνω βόλτα τη λαϊκή και βρίσκω ενιαίες τις τιμές. Λες και όλοι ψωνίζουν από τον ίδιο έμπορο. Ακόμα και οι αυθεντικοί παραγωγοί …προσαρμόζονται. Γιατί, το γνωρίζετε φαντάζομαι, πως στις λαϊκές ανάμεσα στους παραγωγούς και τους …άλλους υπάρχει μια συνομωσία, μία σιωπή ένοχη, μια …προσαρμογή. Κι αλίμονο σ’ αυτόν που δε θα υπακούσει.
Λίγο κρύο, λίγη παγωνιά κι αμέσως οι τιμές στα φθαρτά τσιμπούν. Ευκαιρία να τα ‘κονομήσουν κάποιοι. Αισχροκέρδεια με αναίδεια και θράσος περισσό. Κι όχι …κάποιοι άγνωστοι, ξένοι ή μακριά από εμάς. Οι ίδιοι από τους οποίους την περασμένη εβδομάδα ψωνίζαμε. Ο κυρ Τάσος, η κυρά Βαγγελιώ... Αυτό είναι κατάντια. Πώς τους έλεγαν στην κατοχή; Μαυραγορίτες; Λαδέμπορους; Λοιπόν, ακόμη και σήμερα υπάρχουν και διαφεντεύουν. Στο θάνατο του ενός στηρίζεται η ζωή του άλλου. Μετά μας φταίνε οι πολυεθνικές, τα καρτέλ, οι διεθνείς αγορές, η μαφία και δε ξέρω τι άλλο. Από τους εαυτούς μας πρέπει να ξεκινήσει η «εκκαθάριση». Αν στο τέλος αποφασίσω να μη ξαναπάω για ψώνια στη λαϊκή και ψωνίσω από πολυκατάστημα, που όντως τα πουλάει φτηνότερα πώς θα με χαρακτηρίσουν;