Γυρνώντας από Αθήνα Κυριακή απόγευμα -πήγα να δω τον εγγονό μου, το 6ο
μέλος της οικογένειάς μου- βρίσκω στο σαλόνι ένα μπαούλο. Όπα λέω, ο Άη Βασίλης
μπερδεύτηκε ή μήπως τα ‘τσουξε και ήρθε νωρίς νωρίς; Ή μήπως, οι ληστές αντί να
πάρουν, άφησαν; Το μυαλό πήγε… ή μάλλον δεν πήγε σε λίρες ή στο κουτί της
Πανδώρας; Στην πρώτη εκδοχή το ανοίγεις και μένεις …σέκος, ή αφού πάρεις τα
χαπάκια ή και υπογλώσσια. Στη δεύτερη εκδοχή το σκέφτεσαι∙εγώ θα είμαι αυτός που
θα σκορπίσω τα δεινά και τις ασθένειες στον κόσμο ετούτο; Δίλημμα μέγα. Ώσπου με παρασύρει η σύζυγος να το ανοίξω –μάλλον
κάτι ήξερε, ήταν προσχεδιασμένο; Εντέλει το ανοίγω και βλέπω μέσα… χαρτιά
όμορφα διπλωμένα, μία κάρτα, έναν φάκελο χαρακτηρισμένο ως «αυστηρώς προσωπικό»,
ένα dvd και ένα στικάκι usb. Η απορία μου για το περιεχόμενο παραμένει ακόμη και πολλαπλασιάζεται
ώσπου ένα άλλο σημείωμα …προσπαθεί να αποκαλύψει το περιεχόμενο. Έχει γραμμένο
πάνω «Ένα σεντούκι γεμάτο αναμνήσεις και ευχές…».
Ξεδιπλώνω το πρώτο χαρτί «αγαπημένε μου πατέρα…» και …κλάμα
η κυρία. Βουρκώνουν τα μάτια, τρέχουν δάκρυα, βαθιές εισπνοές …άσε θα τα
διαβάσω μόνος, λέω στη σύζυγό μου. Πάμε να δούμε μαζί το dvd, με παροτρύνει. Το ανοίγουμε και
βλέπω αγαπημένες μορφές να στέλνουν αυτοσχέδιες ευχές για τα 60χρονά μου (ναι,
ναι, 11 Δεκεμβρίου έκλεισα τα 60 χρόνια τα οποία, παρεμπιπτόντως γιόρτασα μαζί
με τον εγγονό μου). Ευχές μου στέλλουν και από το στικάκι usb, άλλα αγαπημένα πρόσωπα. Κάποιος,
κάποια ίσως, προετοίμασε το έγκλημα καιρό πριν πίσω από την πλάτη μου, με
πολλούς πολλούς συνεργούς. Ενδιάμεσα κάνω στάσεις, πίνω γουλιές γουλιές νερό -η
κυρά έχει φέρει και ένα υπογλώσσιο καλού κακού- και συνεχίζω με τα
χαρτάκια-επιστολές. Ευχές από τους υπέργηρους γονείς μου, από τ’ αδέλφια μου,
από τα παιδιά μου, ευχές από φίλους από τα παλιά, συμμαθητές συμμαθήτριες από
την Κερύνεια, ξαδέλφια από Κύπρο και Σουηδία, συνάδελφοι από το σχολείο, ακόμα
ακόμα και από τον εγγονό μου. Ναι, από τον εγγονό. Ορισμένα, δυσκολεύομαι να τα
διαβάσω γιατί τα δάκρυα θολώνουν τα μάτια, δε ξεχωρίζω τα γράμματα∙θα τα αφήσω
για την επομένη, σκέφτομαι.
Διαβάζω ευχές, μύχιες σκέψεις, εξομολογήσεις μέχρι και μία
συγγνώμη η οποία παραμένει σε εκκρεμότητα από το 1973. Και όλα αυτά περικλείουν
αναμνήσεις, χιλιάδες αναμνήσεις, αναμνήσεις από τα πολύ παλιά παιδικά-μαθητικά
χρόνια και από τα πρόσφατα. Αναμνήσεις οι οποίες κρύβουν-αποκαλύπτουν πολλή αγάπη,
πολλή νοσταλγία, πολλά άγνωστα αλλά και γνωστά.
Θέλω να ευχαριστήσω όλους εσάς που μπήκατε στον κόπο να μου «μιλήσετε»,
να με ζωντανέψετε, να με κάνετε να νιώσω πως πρέπει να παραμείνω ακόμη «ζωντανός»
και ενεργός. Όλους εσάς που κάποιο αόρατο (λέμε τώρα) νήμα σας ένωσε να κάμετε αυτά τα γενέθλιά
μου αξέχαστα, να εγκλωβίσετε σ’ ένα μπαούλο τις ευχές σας και τις αναμνήσεις
που κουβαλήσατε μαζί με αυτές. Ηθικός αυτουργός, η Εύα (το 5ο μέλος της
οικογένειάς μου) με διεκπεραιωτή το μικρό μου γιο (τουλάχιστον αυτό μου είπαν).
Φυσικοί αυτουργοί, οι γονείς μου, τα αδέλφια μου, η πεθερά μου, ο Θάνος με τη Λένα
και τον Κωστίκα με το Γιωρίκα, οι ανηψιές μου Κουκλίνα και Κουκλίτσα, τα ξαδέλφια
από την Κύπρο Δοξούλα με Αλέκο και παιδιά τους, η Νάγια ανιψιά από την Κύπρο επίσης,
τα ξαδέλφια από τη Σουηδία, η Birgitta, η Suss με το μικρό Oliver,
η Niki, η Lina και το Martin με το
μικρό τους γιο Max, η
συμμαθήτριά μου από τα χρόνια της Κερύνειας και νυν κάτοικος Μ. Βρετανίας Σωτηρούλα,
ο συμμαθητής μου Άδωνις, ο συμμαθητής και ιδιαίτερος φίλος μου Σπύρος, ο
ιδιαίτερος συνάδελφος και πρώην συνεργάτης μου Νίκος, οι φίλοι από την Αθήνα Γιώργος
και Κατερίνα, οι φίλες από τη Λάρισα Άννα και Γεωργία και φυσικά τα δυο παιδιά
μου, ο μικρός Γιώργος και ο μεγάλος Χρήστος με το μικρό του γιο, τον εγγονό
μου, δια χειρός μαμάς. Ναι, μου έγραψε και ο εγγονός μου «Αγαπημένε μου παππού…» και κατέληξε «…Αααα
μπουου γκκκ (μετάφραση από τα μπεμπεδίστικα: Χρόνια πολλά και πάλι»).
Αφήνω τελευταίο έναν πράσινο φάκελο τον οποίον ανοίγω με
προσοχή και βρίσκω διπλωμένο ένα λευκό χαρτί με χαρακτηρισμό «Αυστηρώς
προσωπικό». Ο γραφικός χαρακτήρας μου είναι οικείος. Η αγαπημένη μου σύζυγος «Αγαπημένε
μου…». Καλά τι φανταστήκατε, πως θα σας το διαβάσω; «Αυστηρώς προσωπικό» αναγράφει,
δεν το είπαμε; Θα σας αποκαλύψω όμως πώς καταλήγει «…μέχρι το τέλος της ζωής μας.
Μην τολμήσεις να φύγεις πολύ νωρίτερα από μένα…». Προσέξτε, τι γράφει: μη φύγεις
πολύ νωρίτερα από εμένα. Όπερ μεταφραζόμενο: φύγε νωρίτερα από μένα αλλά όχι
πολύ νωρίτερα!!! (το πιάσατε το υπονοούμενο;).
Τελικά, ένα μικρό μπαούλο πως μπορεί να χωρέσει τόσες πολλές,
εγκάρδιες ευχές και τόσες αναμνήσεις, παραμένει ακόμη μυστήριο.