Καλησπέρα σε όλες και όλους.
Θεία φώτιση και χάρη στην εορτή του Αγίου Πνεύματος, θεία φώτιση και σε μένα αλλά και σε σένα αγαπητή/αγαπητέ μου συνιστολόγε. Ποίηση μου ‘ρθε να διαβάσω αποβραδίς, Σουρρής μου προέκυψε -στο καυστικό χιούμορ του οποίου υποκλίνομαι με σέβας- και σκοντάφτω σε δύο ποιήματα τα οποία λες και γράφτηκαν σήμερα -βρε μπας και ο Σουρρής ήτο εις εκ των …μετά Χριστόν προφήτης; Το πρώτον αναφέρεται εις την κα Θεοδώρα (λέγε με Ντόρα) και εις τον καημόν της κόρης –αχ αχ βρε Αντωνάκη, φωτιές που άναψες εις το μητσοτακέικον φτωχικό. Το παραθέτω κεκλαδευμένο -τουτέστιν κουτσουρεμένο και γυμνό, μόνο με τα …επίμαχα σημεία εμφανή- εις την κρίσην σας, χωρίς ημέτερον σχόλιο -σε πολυτονικό σύστημα.
Ἀρχηγοί
Τοῦ Διογένη πιάσετε ἀμέσως τὸ φανάρι,
κι᾿ ἐλᾶτε νὰ γυρέψουμε κανέναν ἀρχηγό·
ἀλλὰ καθένας μας, θαρρῶ, εἶν᾿ ἄξιος νὰ πάρῃ
τὴν ἀρχηγίαν κόμματος, ἀκόμη δὰ κι᾿ ἐγώ.
Γιὰ τὰ πρωτεῖα ξεψυχᾷ κάθε ρῳμιὸς λεβέντης,
μόνον αὐτὸς πρωθυπουργός, μόνον αὐτὸς ἀφέντης.
……………………………………………….
Μᾶς λείπει ἕνας ἀρχηγός;... πενῆντα ξεφυτρόνουν,
τὸ ἕνα κόμμα χάνεται;... θὰ ἔβγουν ἄλλα δέκα·
ὅλοι γιὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ μαλλόνουν,
κι᾿ ἴσως ἀργότερα μᾶς βγῇ ᾿ς τὴ μέση καὶ γυναῖκα.
Ἀλλὰ κι᾿ ἐγὼ ὁ ἀφανὴς τῶν Ἀθηνῶν πολίτης
ἐλπίζω πὼς καμμιὰ φορὰ θὰ γίνω Κυβερνήτης.
…………..
Σας έχω και δεύτερο ποίημα, το οποίο αναφέρεται στη σημερινή δεινήν οικονομική κατάσταση της Ελλάδος, ουχί των ελλήνων. Τό ποίημα αὐτό γράφτηκε σχεδόν ἕναν αἰῶνα πρίν∙ τελικά ὁ ρωμηός ἦταν πάντοτε ὁ ἴδιος!!!
Ἀνθολογία τῆς Οἰκονομίας
Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό,
ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;
Νὰ τρέφῃ ὅλους τους ἀργούς, νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς,
ταμεῖο δίχως χρήματα καὶ δόξης τόσα μνήματα;
Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,
κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;
Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες καὶ ἄτια,
κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια,
ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ
ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή.
Ὅλα σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν , ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί,
οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινῆκαν δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Ὁ Ἕλληνας δυὸ δίκαια ἀσκεῖ πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Γι᾿ αὐτὸ τὸ κράτος, ποὺ τιμᾶ τὰ ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτὶρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σικτὶρ καὶ στὰ καινούργια!
Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα,
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη...
αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα,
δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο, ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει.
Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ.
Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ καφὲ τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ».
Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς.
Θέλει ἀκόμα -κι αὐτὸ εἶναι ὡραῖο- νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο.
Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι.
Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς.
Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Αναφωνώ κι εγώ στεντορεία τη φωνή: Σουρρής ζεις, εσύ μας οδηγείς!!