Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Που να σας τα λέω...



Που να σας τα λέω λοιπόν. Κι επειδή ακόμη δε ξέρω να μιλώ, έβαλα τον παππού μου να σας τα πει. Αυτόν ντε, που θέλει να τον λέμε οπαππούςτης.
Το λοιπόν, την Κυριακή που μας πέρασε, 12 Μαΐου 2019, (τώρα τι είναι “12” δε ξέρω αλλά και τι είναι “Μαΐου” επίσης. Τεσπα) έκανα το πρώτο μου μπάνιο δημόσια, σε πλαζ με κόσμο που δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου. 


Για να λέμε την αλήθεια και η μαμά μου μου έκανε μπάνιο σπίτι αλλά ήμασταν μόνες οι δυο. Εδώ μαζεύτηκαν ένα σωρό φατσούλες, συγγενείς και φίλοι, μικρές, μεγάλες, σκυθρωπές, χαμογελαστές, ξυρισμένες, αξύριστες…
Εγώ γνώριζα μόνο τη μαμά μου, αυτόν που μου σύστησαν πριν ένα χρόνο ως μπαμπά μου και ένα άλλον πιτσιρίκο που μένει σπίτι μας και μου τον σύστησαν ως αδελφό μου και που μου τη σπάει συνέχεια. (Αχ, δε θα μεγαλώσω, θα δεις τι έχεις να πάθεις)…




Ένας κύριος με μούσι έλεγε κάτι ακαταλαβίστικα.



Εγώ νύσταζα και πεινούσα, ώσπου ξαφνικά κάποιοι με αρπάζουν και με τσιτσιδώνουν, μα τι ντροπή… Τσίτσιδη μπροστά σε τόσο κόσμοκαι να μην είναι και δική μου επιλογή. Άπαππααα, έλειψε ένα βρακάκι έστω, ένα κομπινεζόν, ένα στριγκάκι, ένα μαγιό επιτέλους, ας είναι και topless  Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον πλαζ για γυμνιστές θα ήταν. Και καλά, οι άλλοι γιατί ήσαν ντυμένοι; Τεσπα. (Ε καλά, μην περιμένετε να βάλω και φωτογραφίες γυμνές. Μας διαβάζουν και μικρά παιδάκια). Μου έβαλαν και αντηλιακό. Ήρθε μια νέα κοπέλα που, όπως άκουσα, τη λένε "Νονά" (μα τι περίεργο όνομα, έλειψε ένα Ιωάννα να 'ούμε) και με πασάλειψε σ’ όλο το κορμί. Και “βάλε κι αποδώ”, της έλεγε ο κύριος με το μούσι, “εδώ δεν έβαλες”, της ξανάλεγε και φτου από την αρχή. Ακόμα και στα μαλλιά μου έβαλε. Μπλιαχ… Αντιηλιακό στα μαλλιά. Μάλλον δεν ήξερε η κοπέλα. Αφού στο τέλος περίμενα να μου ρίξουν και λεμόνι ή βαλσάμικο όπως βάζουν στις σαλάτες. Αν είναι έτσι το αντηλιακό… να μου λείπει. Αφήστε που έχω και το …χρωματάκι μου!

Με αρπάζει που λέτε με τις χερούκλες του ο κύριος με το μούσι και με βάζει μέσα στο νερό, χλιαρό για να είμαι ειλικρινής, και με ραντίζει. Ευτυχώς δε μου έκανε βουτιές γιατί είμαι μικρή ακόμη και δε με πηγαίνει ακόμη κολυμβητήριο αυτός που μου σύστησαν ως μπαμπά. Έκλαψα λίγο για να είμαι ειλικρινής και δε ντρέπομαι γι αυτό∙κι εμείς τα μωρά έχουμε δικαίωμα στο κλάμα. Εκεί που πήγε να μ’ αρέσει, με τυλίγουν σε μια άσπρη πετσέτα που την κρατούσε η κυρία με το περίεργο όνομα "Νονά", αφού ο κύριος με το μούσι μου έκοψε λίγα μαλλιά (καλά, εγώ δε ζήτησα κούρεμα, ανταύγειες ζήτησα, αλλά πώς να το πω αφού δε ξέρω να μιλώ; Αυτοί ντε καλά να μου κάνουν mizamplí). 



Μου βάζει και κάτι αρώματα eau de parfum, ‘ντάξει δεν τρελαίνομαι και για parfum αλλά …τεσπα. Εγώ εν τω μεταξύ είχα από πριν κατουρηθεί, δεν παίρνω όρκο πως δεν κατούρησα μέσα στη μπανιέρα, και το μπανάκι το ήθελα. Με παίρνει που λέτε η μάνα μου και μαζί με τη γιαγιά μου (καλά μία είναι η γιαγιά μου, η γιαγιά Με… κι αυτή, όπως και ‘γω). Καλέ, ξέχασα να σας πω. Εκεί που ο κύριος με το μούσι έλεγε τα ακαταλαβίστικά του (εγώ σας το λέω για τελευταία φορά, δε ξανάρχομαι σ’ αυτόν να με κάνει μπάνιο∙τελεία και παύλα) ρωτάει την κοπέλα με το περίεργο όνομα Νονά «και το όνομα αυτής;» Μελετήνη, Μελανίνη, Μελατίνη δεν κατάλαβα καλά, είχε και φασαρία. Όπως είπαμε, είμαι ακόμα μικρή και δεν έχω διαβάσει τη Γραμματική και το Συντακτικό του Αχιλλέα Τζάρτζανου. Αργότερα άκουγα τον κόσμο να λέει στη μαμά και αυτόν που με σύστησαν ως μπαμπά “να σας ζήσει η Μελιτίνη” και “να τη δείτε νυφούλα”  (πωπωω, φαγώθηκαν ακόμη δε γεννήθηκα και θέλουν να με παντρέψουν θέλουν).
Τι λέγαμε, α, μείναμε εκεί που με έντυναν. Μου φοράνε κάτι όμορφα ρουχαλάκια, haute couture φόρεμα, unique, βραδινό maxi mermaid φόρεμα με εντυπωσιακό, oriental μοτίφ σε nude τούλι με απλικέ mini paillettes σε απόχρωση iridiscent μπλε navy (νομίζω Valentino αλλά δεν παίρνω και όρκο). 



Κι εκεί που βγαίνω έξω να με δει ο κόσμος να με καμαρώσει, άφαντοι όλοι∙είχαν τρέξει στους πάγκους με τα σαντουιτσάκια, τα τυροπιττάκια, τα γλυκά και τα άλλα τσιτσιμπλίκια (άκουσα τον παππού μου να τα λέει και …μπινελίκια, αλλά δε ξέρω τι σημαίνει αυτό). 






Μα τι είναι αυτοί οι μεγάλοι. Αντί να περιμένουν νε με δουν να με καμαρώσουν, μα για μένα δεν είχαν έρθει άλλωστε, αυτοί την κοιλιά τους σκεφτότανε. Τώρα που το σκέφτομαι, καλύτερα. Θα άρχιζαν τα “φτου σου κοπελλάρα μου” και “φτου από δω” και “φτου από κει” και ποιος θα με έσωνε από τα φτυσίματα και τα σάλια τους. Εγώ, κοτζάμ κοριτσάρα μες’ το σάλιο. Μπλιάχ…
Αρχίσαμε και τις φωτογραφίσεις με τον ένα και με τον άλλο, με το σόι από δω και το σόι από κει και τελειωμό δεν είχανε (καλά ε, το σόι το ...αποδώ δεν παίζεται. Μπουμπούκια ολάνθιστα. Και ήταν και κατί μικρά αγοράκια που μου στα σύστησαν ως ξαδερφάκια. Μπλιαχ... εγώ ξαδελφάκια μ' αυτά. Αμ δε σφάξανε). 



Αφού φάγανε και ήπιανε έφυγαν ο καθένας για το σπίτι του κι έμεινα με τη μαμά και αυτόν που μου σύστησαν ως μπαμπά αλλά και αυτόν τον πιτσιρίκο που μου κάνει τη ζωή ποδήλατο (αχ, δε θα μεγαλώσω, να δεις τι έχεις να πάθεις). «Εγώ δε θα φάω κατιτίς» λέω στη δική μου γλώσσα στη μαμά μου κι έτσι με πήγανε σε μια ταβέρνα και παραγγείλαμε διάφορα και φάγανε αυτοί καλά κι αυτοί (επίσης) καλύτερα. Εγώ, λίγο ψωμάκι, λίγο τυράκι, λίγη ντοματούλα. (Καλά δε θα μεγαλώσω, θα το τρώω όλο το φαί και δε θα σας αφήνω τίποτε).



Και όπως μου είπε και "οπαππούςτης", αυτή όλη η ιστορία που σας αφηγήθηκα, λέγεται «Βάπτιση Μελιτίνης». Τώρα τι σημαίνει όλο αυτό, δεν καταλαβαίνω. Δε θα μεγαλώσω όμως…. Θα δείτε! Πάντως ένα ξέρω, κιας είμαι μικρή, "Ήμουν κι εγώ εκεί"!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τούτη η δίψα δε σβήνει τούτη η μάχη δε παύει...

Τούτη η δίψα δε σβήνει τούτη η μάχη δε παύει...